- κτηνοτροφικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτηνοτροφία ή στον κτηνοτρόφο (α. «κτηνοτροφικά προϊόντα» — τα προϊόντα τής κτηνοτροφίας, όπως κρέας, μαλλί, γαλακτοκομικά κ.ά.β. «κτηνοτροφικά φυτά» — τα φυτά που χρησιμοποιούνται άμεσα ή σε διατηρημένη μορφή για τη διατροφή τών αγροτικών ζώων).επίρρ...κτηνοτροφικώς και -άαπό κτηνοτροφική άποψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κτηνοτροφία ή κτηνοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.